Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φτάνω στο τέρμα πρώτος

См. также в других словарях:

  • τερματίζω — τερμάτισα, τερματίστηκα 1. βάζω τέρμα σε κάτι, τελειώνω: Τερμάτισε τη σταδιοδρομία του. 2. φτάνω στο τέρμα: Τερμάτισε πρώτος στο Μαραθώνιο. 3. φρ., «Τερματίζω τη ζωή μου», αυτοκτονώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»