-
1 финишировать
финишировать τερματίζω; \финишировать первым φτάνω στο τέρμα πρώτος* * *финиши́ровать пе́рвым — φτάνω στο τέρμα πρώτος
См. также в других словарях:
τερματίζω — τερμάτισα, τερματίστηκα 1. βάζω τέρμα σε κάτι, τελειώνω: Τερμάτισε τη σταδιοδρομία του. 2. φτάνω στο τέρμα: Τερμάτισε πρώτος στο Μαραθώνιο. 3. φρ., «Τερματίζω τη ζωή μου», αυτοκτονώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)